Η ορθή ερμηνεία του εδαφίου: Ήσαν δε Έλληνες τινες …ελήλυθεν η ώρα, ίνα δοξασθή ο υιός του ανθρώπου.

2025-10-03

μακαριστός πρ. Γεώργιος Δ. Μεταλληνός

Η ορθή ερμηνεία του εδαφίου:

Ήσαν δε Έλληνες τινες …ελήλυθεν η ώρα,

ίνα δοξασθή ο υιός του ανθρώπου

Ελληνισμός – Χριστιανισμός και το θαύμα της Θεανθρωπότητας

Κοσμογονική τομή στην παγκόσμια Ιστορία υπήρξε η συ­νάντηση του Χριστιανισμού, ως νέας δυνάμεως, που έμελλε να μεταστοιχειώσει ριζικά τον κόσμο, και του Ελληνισμού ως τρόπου ζωής και σκέψεως. Το θείο (Άκτιστο), που ως αυθεντικός αγιοπατερικός Χριστιανισμός (Ορθοδοξία) εισβάλλει λυτρωτικά στην ιστορία, ενώνεται «ασύγχυτα και αδιαίρετα» με ό,τι υπεροχότερο γέννησε ποτέ η ανθρωπότητα στην Ιστορική της πορεία, την Ελληνικότητα. Η Θεαν­θρώπινη αυτή ένωση, που συντελέσθηκε στο Ιστορικό σώμα του Χριστού, την Εκκλησία, προσδιορίζει όχι μόνο τον τρό­πο της ενώσεως των δύο αυτών μεγεθών (Ιεράρχηση του ανθρωπίνου στο θείο), αλλά και το ακατάλυτό της (αδύνατο διαλύσεώς της).

Το άνοιγμα της εκκλησιαστικής κοινωνίας προς τα «Έθνη» φαίνεται ήδη στο Κατά Ιωάννην ευαγγέλιο και κα- ταφάσκεται από τον ίδιο τον Θεάνθρωπο, με βάση την ήδη συντελεσθείσα ακατάλυτη ένωση θείου και ανθρωπίνου στο θεανθρώπινο Πρόσωπό Του (Ιω. 12, 20-24): «Ήσαν δε Έλληνες τινες εκ των αναβαινόντων, ίνα προσκυνήσωσιν εν τη εορτή. Ούτοι ουν προσήλθον τω Φιλίππω… Και ηρώτων αυτόν λέγοντες· κύριε, θέλομεν τον Ιησούν ιδείν. Έρχεται Φίλιππος και λέγει τω Ανδρέα, έρχεται Ανδρέας και Φίλιπ­πος και λέγουσι τω Ιησού. Ο δε Ιησούς αποκρίνεται αυτοίς λέγων ελήλυθεν η ώρα, ίνα δοξασθή ο υιός του ανθρώπου».

Το χωρίο αυτό -σημαντικότατο οπωσδήποτε- κακοποιείται συχνά από μια ακραία «εθνικιστική» ερμηνεία, καρπό αντιεπιστημονικής (χωρίς δηλαδή ολόκληρη και τεκμηριωμένη γνώση) συνθηματολογίας, εγκλωβισμένης σε ιδεοληπτικά στερεότυπα για την εξυπηρέτηση παραταξιακών σκοπιμοτή­των και αναιρετικά οπωσδήποτε της Αλήθειας.

«Έλληνες» εδώ δεν σημαίνει αναγκαστικά «εκ καταγωγής», αλλά «εθνι­κούς» του ελληνιστικού περιβάλλοντος, προσήλυτους του Ιουδαϊσμού, έτοιμους να δεχθούν την ιουδαϊκή πίστη. Γι' αυτό τιμούν το ιουδαϊκό «πάσχα». Το «ελήλυθεν η ώρα» αναφέρεται στην (εγγίζουσα) διάρρηξη κάθε σχέσεως της Εκκλη­σίας από τον φαρισαϊκό εθνικισμό (φυλετισμό) (πρβλ. Ματθ. 15, 21 ε. ). «Δόξα» δε του Χριστού είναι το «πάθος», ο σταυρι­κός Του θάνατος, που φανέρωσε τη θεότητά Του. Το θαύμα στον Θεάνθρωπο δεν είναι η ανάσταση, αλλά ο θάνατος: «Η ζωή, πως θνήσκει, πως και τάφον οικεί. . . ».

Η συνέχεια του κειμένου θεμελιώνει αυτή την ερμηνεία: Στιχ. 24: «Αμήν αμήν λέγω υμίν εάν μη ο κόκκος του σίτου, πεσών εις την γην, αποθάνη, αυτός μόνος μένει. Εάν δε αποθάνη, πολύν καρπόν φέρει». Ο θάνατος του Χριστού, με όλη τη συνέχειά του (ανάσταση, ανάληψη, πεντηκοστή), έγινε αστείρευτη πη­γή δυνάμεως για την Εκκλησία.

Η «εθνικιστική» ερμηνεία αυτού του χωρίου μιλεί για «δό­ξα» του Ελληνισμού και όχι «δόξα» του Χριστού, με την πα­ραπάνω σημασία. Εδώ θεμελιώνουν οι φυλετικά-ρατσιστικά σκεπτόμενοι την εντελώς λανθασμένη αντίληψη για σωτηρία -δήθεν- της Ορθοδοξίας μέσα στον Ελληνισμό. Όπως ορθά έχει όμως λεχθεί, η Ορθοδοξία σώζει τον Ελληνισμό. Όσο υπάρχει Ορθοδοξία, θα ακούγεται παγκόσμια η Ελληνική γλώσσα. Η Εκκλησία, με τη θεολογία και τη λατρεία της, πα­ραμένει διαιώνια ο μόνος χώρος απόλυτης κυριαρχίας της ελληνικής γλώσσας.

Έτσι όμως αποκρούεται μεν ο Ιουδαϊκός φυλετισμός, αλλά για να οδηγηθούμε σε ένα ελληνικό φυλετισμό. Το ίδιο γίνεται με την ερμηνευτική κακοποίηση του χωρίου Ματθ. 21, 43: «αρθήσεται αφ' υμών η βασιλεία του Θεού και δοθήσεται έθνει, ποιούντι τους καρπούς αυτής».

Η άγνοια και εδώ διαστρέφει τα πράγματα. «Βασιλεία του Θεού» είναι η άκτιστη-πνευματική δεσποτεία του Τριαδικού Θεού και όχι κάποιο ενδοκοσμικό κυριαρχικό-εξουσιαστικό σχήμα (πρβλ. Ιω. 18, 36: «η βασιλεία η εμή ουκ έστιν εκ του κόσμου τού­του»). Το «έθνος» εξ άλλου, που θα λάβει τη «βασιλεία», δεν είναι το (φυλετικά) ελληνικό, αλλά το «χριστιανικό», το «Γέ­νος των Ορθοδόξων», στο οποίο φυσικά ανήκουν και οι φυ­λετικά Έλληνες, που με την αυτοπαράδοσή τους στο Χριστό και το Ευαγγέλιό Του θα αναδειχθούν σε «πρωτοτόκους εν πολλοίς αδελφοίς», ως επιφανέστερο και εκλεκτότερο στοι­χείο του πολυεθνικού χριστιανικού αμαλγάματος (πρβλ. Αυτοκρατορία της Νέας Ρώμης από το 330 μ. Χ και μετά).

Με την αποστολική σύνοδο (Πράξ. 15, 6 έ. ), συντελείται το επίσημο -και αποφασιστικό- άνοιγμα της Εκκλησίας στον εθνικό κόσμο. Δύο επισημάνσεις εδώ έχουν τεράστια σημα­σία. Το νέο θεανθρώπινο μέγεθος, που αρδεύει και μεταστοι­χειώνει ολόκληρη την οικουμένη, αυτοκαλείται με το ελληνικό όνομα «Εκκλησία». Εξ άλλου, ο πρώτος απόστολος της νέας πίστεως, ο πρώην διώκτης της Εκκλησίας Παύλος, θα αναδειχθεί σε κατ' εξοχήν «απόστολο των Εθνών», του ελληνικού και ελληνίζοντος κόσμου και ένας από τους μεγαλυτέρους ελληνιστές της εποχής του. Από το μ. Χ. (καταστρο­φή των Ιεροσολύμων από τον ρωμαίο αυτοκράτορα Τίτο) οι Έλληνες αναλαμβάνουν ουσιαστικά την ηγεσία της Εκκλη­σίας. Έκτοτε ο σύνδεσμος Ελληνισμού και Χριστιανισμού θα αποβεί αστασίαστος και αδιάσπαστος.

Με τη συναδέλφωση Ελληνισμού-Χριστιανισμού, στα όρια του σώματος του Χριστού, πραγματοποιούνται κάποι­ες τολμηρές -και σωτήριες- υπερβάσεις. Πρώτα η υπέρβαση του ιουδαϊκού εθνικισμού με την αποδοχή από το ιουδαϊκό στοιχείο, που συναδελφώθηκε με το ελληνικό μέσα στην Εκκλησία (Κολ. 3,11: «ουκ ένι Έλλην και Ιουδαίος»), του κόσμου των Εθνών. Αυτό σήμαινε ταυτόχρονα απόρριψη του «φαρισαϊσμού», που γέννησε το πνεύμα του μισέλληνα σιωνισμού (Η πατερική Ορθοδοξία δεν διακατέχεται από αντισημιτισμό, αλλά γνωρίζει την εχθρότητα του σιωνι­σμού). Οι χριστιανοί Ιουδαίοι δέχονται το Θεό «σωτήρα πά­ντων ανθρώπων, μάλιστα πιστών» (Απ. Παύλος, Α' Τιμ. 4,10). Είναι αξιοπρόσεκτο, ότι (πρώην) Ιουδαίοι, όπως ο Ιωάννης και ο Παύλος, αναφερόμενοι ως χριστιανοί στους ομοεθνείς τους, χρησιμοποιούν τρίτο πρόσωπο, δείχνοντας τη χριστια­νική ταυτότητά τους, που τους συναδελφώνει με τους χρι­στιανούς Έλληνες, αλλά τους διαφοροποιεί από τους εχθρούς του σταυρού Ιουδαίους. Αλλά και ο Ελληνισμός, ενοφθαλμιζόμενος στην Εκκλησία, πραγματοποιεί τη μεγαλειωδέστερη αυθυπέρβασή του, το πέρασμά του δηλαδή από τον κτιστό (ανθρώπινο) λόγο στον άκτιστο Θείο Λόγο (Χρι­στό) και από τον ενάρετο άνθρωπο της φιλοσοφίας (ανθρωπισμός) στον κατά χάρη θεούμενο, ως «καινή κτίση» (αναδημιουργία ανθρώπου και κόσμου– Β' Κορ. 5,17).

Μιλώντας όμως για τον Ιουδαϊκό κόσμο και την εν Χρι­στώ διάσπασή του (Χριστιανοί Ιουδαίοι-διώκτες του Χρι­στιανισμού φαρισαΐζοντες/σιωνιστές), μπορούμε να στα­θούμε για λίγο και στο θέμα της Π. Διαθήκης. Με την απόρριψη του Χριστού ο εβραϊικός κόσμος συναπορρίπτει στην πράξη και την Παλαιά Διαθήκη, που είναι το ιερό βιβλίο των χριστιανών, αφού κατά τη δήλωση του ίδιου του Χριστού (Ιω. 5,46), αλλά και του Παύλου (βλ. λ.χ. Α' Κορ. 2,8 κ.λπ. ), η αναφορά όλης της Π. Δ. είναι στο πρόσωπο του Μεσσία-Χριστού. Οι Εβραίοι περιμένουν ακόμη το «Μεσσία» τους ή προ­χωρούν σε άλλες ταυτίσεις. Έστω, λοιπόν, και από πλευράς ερμηνευτικής προσεγγίσεως, η Π.Δ. των Χριστιανών διαφο­ροποιείται από εκείνη των Εβραίων. Το Ιστορικό πλαίσιο, μέ­σα στο οποίο εκδιπλώνεται το σχέδιο του Θεού για τη σωτη­ρία του κόσμου, έχει δευτερεύουσα σημασία. Και το ιουδαϊκό (της Π. Δ. ) και το ελληνορωμαϊκό (της Κ. Δ. ). Γι' αυτό και οι άγιοι Πατέρες μας, ερμηνεύοντας την Π. Δ., δίνουν στα ιστορικά της γεγονότα «τυπολογικό» χαρακτήρα. Δεν τα βλέ­πουν ως ιστορία, αλλά ως τυπολογική αναφορά στον Χριστό (προτύπωση-εκπλήρωση). Έτσι κατανοούμε οι (Ελληνες) Ορθόδοξοι την Π. Δ. Και όχι εβραϊκά. Πόσο μάλλον που δύο σημαντικά πρόσωπα της Π. Δ. , η Ρουθ και ο Ιώβ, στα οποία αφιερώνονται δύο βιβλία, δεν είναι καν Εβραίοι, αλλά αλλόφιλοι. Ας αφήσουμε ότι εμείς οι Ορθόδοξοι δεχόμεθα τον ευρύτερο «κανόνα» της Π. Δ., δηλαδή 49 βιβλία και όχι 36, όπως οι Εβραίοι. Διότι συγκαταλέγουμε και τα παλαιοδιαθηκικά βιβλία, που έχουν γραφεί πρωτοτύπως στα ελληνικά. Η Π.Δ. του Χριστού, των Αποστόλων Του και της ζωής της Εκκλησίας (ως σήμερα) είναι η ελληνική Μετάφραση των Ο', που μπορεί- κατά μία εκδοχή- να έγινε για να προσηλυτισθεί ο ελληνιστικός κόσμος, οι άγιοι Πατέρες μας όμως την ερμη­νεύουν με τρόπο, που αναιρεί κάθε ιουδαΐζουσα τάση, μέσα στην εν Χριστώ παγκοσμιότητα της Εκκλησίας. Η Π. Δ. μό­νο τυπικά υπάρχει στον εβραϊσμό, αφού οι Εβραίοι ουσιαστικά καταφεύγουν στις παραπαραδόσεις τους (Ταλμούδ και Ταργκούμ), τις «παραδόσεις των ανθρώπων» (Μάρκ. 7,8).

Την αυθεντική ένωση Ελληνισμού και Ορθοδοξίας δια­σώζουν διαχρονικά οι Άγιοί μας, Πατέρες και Μητέρες, δί­νοντας στη σύζευξη αυτή προτεραιότητα στο σωτηριολογικό περιεχόμενο της Ορθοδοξίας και αποφεύγοντας έτσι τη νό­θο συζυγία (αίρεση). Μέσω των Ελλήνων Πατέρων η Ορθο­δοξία προσέλαβε τον Ελληνισμό χωρίς να υποδουλωθεί στο πρόσλημμα. Προσέλαβε, έτσι, τον ελληνικό λόγο, αλλά ανασηματοδοτώντας τον και μεταβάλλοντάς τον σε εκκλησια­στικό λόγο. Αυτό διακηρύσσει ο Έλληνας Άγιος Γρηγόριος Παλαμάς: «καν τις των Πατέρων τα αυτά τοις έξω φθέγγηται, αλλ' επί των ρημάτων μόνον επί δε των νοημάτων πο­λύ το μεταξύ» (η ταύτιση περιορίζεται στους όρους, στα νοή­ματα υπάρχει μεγάλη διαφορά).

Εδώ αναδύεται και το σκανδαλιστικό για τον μη πλήρως εκχριστιανισμένο Ελληνισμό της (αιρετίζουσας ή παγανίζουσας) διανόησης, ότι -παρά την πανηγυρική κατάφαση της ελληνικής παιδείας- η ορθόδοξη θεολόγηση είναι συνέχεια της προφητικής θεολογικής παραδόσεως της Π. Δ. και όχι της ελληνικής (θεολογούσας) σκέψεως, χωρίς βέβαια να μπορεί να χαρακτηρισθεί (τουλάχιστον αφελώς) εβραϊκή, αφού, όπως ελέχθη, η Π. Δ. , χριστοκεντρικά θεωρούμενη, ανήκει στους Χριστιανούς και όχι στους Εβραίους. Ο Έλλην λόγος, σ' όλο το πλάτος και το δυνα­μισμό του, γίνεται βασικό όργανο εκφράσεως της Ορθοδο­ξίας, αλλά η Ελληνική Φιλοσοφία μόνο παιδευτικό χαρακτήρα έχει στην Ορθοδοξία· το περιεχόμενό της μένει τελεί­ως έξω από τη θεολογία του εκκλησιαστικού σώματος. Αυτό διατυπώνει, συγκεφαλαιώνοντας όλη τη σχετική πατερική παράδοση, το «Συνοδικόν της Ορθοδοξίας» (9-14°ς αι. ): «Τοις τα ελληνικά διεξιούσι μαθήματα και μη δια παίδευσιν μόνον ταύτα παιδευομένοις, αλλά και ταις ματαίαις αυτών δόξαις επομένοις και ως αληθέσι πιστεύουσιν. . . . Ανάθεμα».

Έτσι, μένει έξω από την Ορθόδοξη-πατερική θεολογία η μυθολογούσα ελληνική σκέψη, ο διονυσιακός αισθησια­σμός και γενικά ό,τι εμποδίζει τον άνθρωπο στην ένταξή του στην εν Χριστώ ύπαρξη. Η ζήτηση όμως της αλήθειας (παιδεία-επιστήμη), η αγάπη προς το ωραίο (φιλοκαλία), η πολι­τική ως διευθέτηση των κοινών και γενικά η «ζήτηση της αλήθειας», ως θεμελιώδης ελληνική αρετή, καταξιώνονται χριστιανικά και συνεχίζονται στα πρόσωπα των εξ ίσου Ελλήνων, όπως και οι αρχαίοι, Πατέρων. Συνείδηση της ελληνικής κληρονομιάς τους έχουν έντονα όλοι οι Έλληνες Πατέρες (ο Μ. Βασίλειος εκαυχάτο ότι η μητέρα του Εμμέλεια καταγόταν από τους Ηρακλείδες), βλέποντας όμως ταυ­τόχρονα την ελληνικότητά τους αναγεννημένη στην αγιοτριαδική χάρη. Είναι εντυπωσιακό, ότι η σύγχρονη επιστήμη (Αρχαιολογία) έχει αναθεωρήσει παλαιότερες ερμηνείες για την ανέγερση χριστιανικών ναών στη θέση αρχαίων. Σήμερα οι «βυζαντινοί» αρχαιολόγοι στις περιπτώσεις αυτές βλέπουν όχι διάθεση καταστροφής, αλλά συνείδηση της συνέχειας ως υπέρβαση και είσοδο στο βασίλειο της χάρης (χωρίς να λεί­πουν φυσικά και οι καταδικαστέες περιπτώσεις άλογου φα­νατισμού και στις δύο πλευρές). Εκφραστικό και πρόχειρο για μας παράδειγμα: η μικρή μητρόπολη (Άγιος Ελευθέριος) δίπλα στη Μητρόπολη των Αθηνών. Πλάκες με αρχαίες πα­ραστάσεις από τον αρχαίο ναό σώζονται εμφανέστατα, περιγεγραμμένες στην εξωτερική επιφάνεια του χριστιανικού. Ακόμη: στην Καταπολιανή της Πάρου ο αρχαίος ναός σώζε­ται κάτω από τα θεμέλια του χριστιανικού (έκφραση της υπερβάσεως, για την οποία μιλήσαμε παραπάνω). Οι Χρι­στιανοί Έλληνες που έκτισαν την Αγιά-Σοφιά, ήξεραν πως οι πρόγονοί τους είχαν κτίσει τον Παρθενώνα!

Ο Ελληνισμός στις θεόνομες και λυτρωτικές αναζητήσεις του δεν απορρίφθηκε. Αυτό που αποκρούεται από τους Έλληνες Πατέρες (Μ. Βασίλειος, Γρηγόριος Θεολόγος, Γρηγόριος Νύσσης, Ιω. Χρυσόστομος κ.λπ.) είναι η εκφιλοσόφηση της πίστεως (μεταφυσική θεολόγηση) ή η εκνομίκευσή της. Αντίθετα, εξελληνισμό του Χριστιανισμού συνιστά η αίρεση και η αιρετίζουσα διανόηση (εμμονή στο μη ανακαινισμένο ανθρώπινο). Ο Χριστιανικός Ελληνισμός εκφράζε­ται με τον όρο (από τον 4ο αι.) Ορθοδοξία και γι' αυτό ιστο­ρικά -όχι νομικά- ο Έλληνας μόνο ως ορθόδοξος χριστιανός μπορεί να νοηθεί.

Ο αείμνηστος π. Γεώργιος Φλωρόφσκυ, ρώσος κληρικός της διασποράς, που εντάχθηκε όμως εκούσια στη δικαιοδοσία του Οικουμενικού Πατριαρχείου (!), καθη­γητής του Χάρβαρντ και του Πρίστον, ο μεγαλύτερος ορθό­δοξος θεολόγος του 20ού αιώνα, άφησε στην εποχή μας δύο υπέροχες για μας τους κατά σάρκα Έλληνες ομολογίες: α) Ο Ελληνισμός ολοκληρώθηκε μέσα στην Εκκλησία, ως αιωνία κατηγορία της χριστιανικής υπάρξεως· και β) δεν μπορεί κα­νείς να γίνει χριστιανός (ορθόδοξος), αν δεν γίνει πρώτα Έλληνας. Αν δεν κυριαρχείται δηλαδή από τη «ζήτηση της αλήθειας», που είναι το κύριο στοιχείο της Ελληνικότητας (Κλήμης ο Αλεξανδρεύς).

Σε τελευταία ανάλυση, για τον Ορθόδοξο Έλληνα όλων των αιώνων αυτή είναι η μεγαλύ­τερη τιμή· η καταξίωσή του από τη Θεία Χάρη, στην υμνογραφία των Χριστουγέννων, γραμμένη στην Ελληνική γλώσ­σα, να διατρανώνει σ' όλη την κτίση: «Εύρομεν την Αλήθει­αν»! Εν Χριστώ το ζητούμενο από την ελληνική ψυχή έχει τελεσίδικα βρεθεί. Γι' αυτό ο μεγάλος γερμανός Θεολόγος Al. Jeremias έλεγε, ότι, αν ο Πλάτων συναντούσε το Χριστό, θα γονάτιζε ενώπιόν του, λέγοντας: «Ο Κύριός μου και ο Θεός μου»! Ο σημερινός παγανιστικός «Ελληνισμός» (Julianus Redivivus) -όπου υπάρχει- δεν είναι συνέχεια του αρχαίου, αλλά άρνησή του. Διότι αρνείται αυτό, που ο Ελληνισμός βρήκε στο πρόσωπο του Χριστού, τη σωτηρία.


πρ. Γεωργίου Δ. Μεταλληνού Παρεμβάσεις Ιστορικές και Θεολογικές – Α' έκδοση Αθήνα 1998

ΨΗΦΙΟΠΟΙΗΣΗ: Ι.Ν.ΑΓΙΩΝ ΤΑΞΙΑΡΧΩΝ ΙΣΤΙΑΙΑΣ

entaksis.gr

© 2025  Διατηρούνται όλα τα δικαιώματα.
Υλοποιήθηκε από τη Webnode Cookies
Δημιουργήστε δωρεάν ιστοσελίδα! Αυτή η ιστοσελίδα δημιουργήθηκε με τη Webnode. Δημιουργήστε τη δική σας δωρεάν σήμερα! Ξεκινήστε